- ανθράκευση
- [-ις (-εως)] η1) изготовление древесного угля, углежжение; 2) снабжение углем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθράκευση — η 1. κατασκευή ξυλοκάρβουνου: Η ανθράκευση όσο πάει και περιορίζεται. 2. προμήθεια γαιάνθρακα για την κίνηση, παλαιότερα, πλοίου ή σιδηρόδρομου: Το πλοίο καθυστέρησε στη Μασσαλία, γιατί έκανε και ανθράκευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθράκευση — η 1. η κατασκευή ξυλανθράκων 2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση] … Dictionary of Greek
ανθρακεύω — (Α ἀνθρακεύω) παρασκευάζω ξυλάνθρακες νεοελλ. (για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα αρχ. καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς. ΠΑΡ. ανθρακευτής νεοελλ. ανθράκευση αρχ. ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
ανθρακισμός — ο η ανθράκευση* … Dictionary of Greek
ανθρακοκαλύβη — η απλό κτίσμα στο οποίο γίνεται η ανθράκευση όπου δεν μπορεί να γίνει στο ύπαιθρο … Dictionary of Greek
Σκυλονήσι — Ερημόνησο των Κυκλάδων με ασφαλή όρμο. Σ’ αυτόν κρύφτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο το γερμανικό εύδρομο «Γκαίμπεν» για ανθράκευση … Dictionary of Greek